λόβιον

λόβιον
λόβ-ιον, τό, Dim. of sq. 1.1, Gal.14.701; of sq. 1.2, Hsch.
II fruit of the σμῖλαξ, Dsc.2.146.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λόβιον — fruit of the neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοβίων — λόβιον fruit of the neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόβια — λόβιον fruit of the neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λουβί — και λουβίδι, το 1. ο λοβός, η σποροθήκη τών οσπρίων και άλλων καρπών 2. στον πληθ. τα λουβιά τα αμπελοφάσουλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λοβίον, με κώφωση τού ο (< λόβιον < λοβός «κέλυφος τών οσπρίων»)] …   Dictionary of Greek

  • λόβιο — και λοβίο και λουβί, το (Α λόβιον, Μ λοβί[ο]ν και λουβί[ο]ν) [λοβός] μικρός λοβός νεοελλ. 1. υποδιαίρεση, τμήμα ενός λοβού 2. φρ. «ηπατικά, πνευμονικά, νεφρικά λόβια» μικρές ιστολογικές μονάδες που το σύνολό τους σχηματίζει το ήπαρ, τους… …   Dictionary of Greek

  • μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… …   Dictionary of Greek

  • πιθηκηλόβιο — και πιθηκολόβιο, το, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια φαβίδες και περιλαμβάνει 170 περίπου είδη θάμνων και δένδρων που ενδημούν στις θερμές και εύκρατες περιοχές κυρίως τής Αμερικής και τής Ασίας. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”